- Λούκνοου
- (Lucknow). Πόλη (2.207.340 κάτ. το 2001) της βόρειας Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ουτάρ Πραντές. Βρίσκεται 420 χλμ. ΝΑ του Δελχί, στο κέντρο της πεδιάδας του Γάγγη, επί του ποταμού Γκομάτι (Γκούμτι), αριστερού παραπόταμου του Γάγγη. Η πόλη διαιρείται σε δύο ξεχωριστές ζώνες, εκ των οποίων η μία αποτελείται από τον παλαιό πυρήνα, με στενούς και ελικοειδείς δρόμους και κυρίαρχες τις παρουσίες του φρουρίου, του τεμένους και του μεγάλου Iμάμ-μπάρα (ιερό κτίριο) του Άσαφ ουντ-Nτάουλα. Το δεύτερο και σύγχρονο τμήμα της πόλης χαρακτηρίζεται από μεγάλους και ευθύγραμμους δρόμους. Η Λ. αποτελεί βιομηχανικό κέντρο, με εργοστάσια χαρτοποιίας, χημικών προϊόντων, μεταλλουργίας, τροφίμων, οπτικών ειδών και οργάνων ακριβείας, ενώ ακμάζει και η βιοτεχνία δερμάτινων ειδών, ταπήτων, δαντελών και κεραμικών. Σημαντική θέση στην οικονομία της περιοχής καταλαμβάνει το εμπόριο γεωργικών προϊόντων (ζαχαροκάλαμου, ελαιούχων σπόρων, βαμβακιού, καπνού και δημητριακών), τα οποία παράγονται σε εκτεταμένη περιοχή στα περίχωρα της πόλης. Η εμπορική ανάπτυξη της περιοχής διευκολύνεται από την ύπαρξη οδικού, σιδηροδρομικού δικτύου και αεροδρομίου. Η Λ. ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου Ουντ, από το 1771 έως το 1857, οπότε κατελήφθη από τους Άγγλους. Στην πόλη βρίσκονται διάφορα οικοδομήματα ιδιαίτερου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, τα οποία χρονολογούνται από την περίοδο του 16ου-19ου αι. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το τζαμί Μαστζίντ. Η Λ. είναι έδρα πανεπιστημίου (από το 1921), αξιόλογου αρχαιολογικού μουσείου, ακαδημίας ινδοστανικής μουσικής και διάφορων άλλων πνευματικών ινστιτούτων.
Dictionary of Greek. 2013.